φούρια

φούρια
η, Ν
1. βιασύνη, βία, σπουδή («στη φούρια τής δουλειάς»)
2. ορμητική, βίαιη κίνηση («μπήκε με φούρια και αναποδογύρισε τα πάντα στο πέρασμά του»)
3. φρ. «είμαι στις φούριες μου» ή «έχω φούριες» — βιάζομαι πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furia < λατ. furia «μανία, ενθουσιασμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φούρια — η (λ. ιταλ.) 1. βία να προφτάσει κανείς κάτι, βιασύνη: Στη φούρια της δουλειάς. 2. βιαιότητα, ορμή, ορμητική κίνηση, σφοδρότητα, φόρτσα: Μπήκε με τόση φούρια, που αναποδογύρισε το βάζο στο τραπέζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπαφούριας — ο ο παπατρέχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + φούρια] …   Dictionary of Greek

  • πρεμούρα — η, Ν 1. σφοδρή επιθυμία 2. ιδιαίτερος ζήλος 3. βιασύνη, φούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. premura] …   Dictionary of Greek

  • φουριόζο — το, Ν μουσ. ορμητική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)] …   Dictionary of Greek

  • φουριόζος — α, ο, Ν 1. βιαστικός, ανυπόμονος, ορμητικός 2. θυμωμένος, οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)] …   Dictionary of Greek

  • φόρτσα — η (λ. ιταλ.) 1. δύναμη, ένταση, ορμητικότητα, φούρια: Ο αέρας φυσάει με πολλή φόρτσα. 2. ως επίρρ., φόρτσα δυνατά, ισχυρά, ορμητικά: Να τρέξεις φόρτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”