φούρια — η (λ. ιταλ.) 1. βία να προφτάσει κανείς κάτι, βιασύνη: Στη φούρια της δουλειάς. 2. βιαιότητα, ορμή, ορμητική κίνηση, σφοδρότητα, φόρτσα: Μπήκε με τόση φούρια, που αναποδογύρισε το βάζο στο τραπέζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαφούριας — ο ο παπατρέχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + φούρια] … Dictionary of Greek
πρεμούρα — η, Ν 1. σφοδρή επιθυμία 2. ιδιαίτερος ζήλος 3. βιασύνη, φούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. premura] … Dictionary of Greek
φουριόζο — το, Ν μουσ. ορμητική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)] … Dictionary of Greek
φουριόζος — α, ο, Ν 1. βιαστικός, ανυπόμονος, ορμητικός 2. θυμωμένος, οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)] … Dictionary of Greek
φόρτσα — η (λ. ιταλ.) 1. δύναμη, ένταση, ορμητικότητα, φούρια: Ο αέρας φυσάει με πολλή φόρτσα. 2. ως επίρρ., φόρτσα δυνατά, ισχυρά, ορμητικά: Να τρέξεις φόρτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)